- παμπήδην
- παμπήδην (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς)επίρρ. καθ' ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε -ήδην / -ηδόν (πρβλ. υποβλ-ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι / πᾶμα].
Dictionary of Greek. 2013.