παμπήδην

παμπήδην
παμπήδην (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς)
επίρρ. καθ' ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε -ήδην / -ηδόν (πρβλ. υποβλ-ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι / πᾶμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παμπήδην — entirely indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”